- θερμοτέρους
- θερμόςhotmasc acc comp plθερμόςhotmasc acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αντσέτα — (Ancheta). Επώνυμο δύο Ισπανών γλυπτών. 1. Μιγκέλ ντε Α. (Παμπλόνα αρχές 16ου αι. – 1582). Σπούδασε στην Ιταλία και υπήρξε από τους θερμότερους υποστηρικτές της ιταλικής τεχνοτροπίας στην πατρίδα του. Από τα έργα του, σημαντικότερα είναι o… … Dictionary of Greek
Ευγενικός, Ιωάννης — (Κωνσταντινούπολη 1400; – ;). Θεολόγος, νεότερος αδελφός του Μάρκου Ευγενικού (βλ. λ.). Σπούδασε κοντά στον Πλήθωνα και έζησε για πολλά χρόνια στον Μιστρά. Το 1431 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1438… … Dictionary of Greek
Ισαυρίδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τις Μηλιές του Πηλίου. Ο Ι. ήταν έμπορος στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Σ. Θεαγένη και έγινε ένας από τους θερμότερους υποστηρικτές της. Τελικά, οι Τούρκοι… … Dictionary of Greek
Ισίδωρος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Ι. (Καρθαγένη 560 – Σεβίλη 636). Επίσκοπος Σεβίλης (601 636) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο της Σεβίλης τον αδελφό του Λέανδρο.… … Dictionary of Greek
Μασκερόνι, Λορέντσο — (Lorenzo Mascheroni, Μπέργκαμο 1750 – Παρίσι 1800). Ιταλός μαθηματικός και συγγραφέας. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα και αρχικά δίδασκε ρητορική. Από το 1778 δίδασκε φυσική και μαθηματικά στο Σεμινάριο της ιδιαίτερης… … Dictionary of Greek
Όνκεν, Όγκαστ — (Onken, 1844 – 1911). Γερμανός οικονομολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και της Βέρνης. Ήταν ένας από τους θερμότερους υποστηριχτές των φυσιοκρατικών θεωριών. Τα κυριότερα έργα του τιτλοφορούνται Ο Αδάμ Σμιθ στην ιστορία… … Dictionary of Greek
Τασερό, Πολ — (Tachereau, 1752 – 1832). Γάλλος επαναστάτης. Από έμπορος υφασμάτων αναδείχτηκε στις αρχές της Γαλλικής επανάστασης και διορίστηκε το 1792 πρεσβευτής της Γαλλίας στη Μαδρίτη. Μετά τον θάνατο του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ’ επέστρεψε στο Παρίσι και… … Dictionary of Greek
Τουλιέ, Κάρολος - Μποναβεντούρα – Μαρία — (Toullier, 1752 – 1835). Επιφανής Γάλλος νομομαθής. Σπούδασε νομική στο πανεπιστήμιο της Ρεν, όπου αργότερα διορίστηκε καθηγητής του δικαίου. Κατά την έκρηξη της επανάστασης υπήρξε από τους θερμότερους οπαδούς των δημοκρατικών ιδεών. Διετέλεσε… … Dictionary of Greek
Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… … Dictionary of Greek
Χέκελ, Ερνστ Χάινριχ — (Haeckel, 1834 – 1919). Γερμανός φυσιοδίφης. Σπούδασε ιατρική και φυσιογραφικές επιστήμες στα πανεπιστήμια του Βερολίνου, του Βίρτσμπουργκ και της Βιέννης. Το 1862 διορίστηκε καθηγητής της συγκριτικής ανατομίας και διευθυντής του ζωολογικού… … Dictionary of Greek